κρανιά

κρανιά
Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των κορνιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Cornus sanguineα. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο, ύψους έως 3 μ., με κοκκινωπά κλαδιά και απλά, αντίθετα, ωοειδή, ακέραια και ελλειψοειδή φύλλα, με μικρό μίσχο, ωχρότερα στην κάτω πλευρά. Τα λευκά του άνθη φέρουν τέσσερα μυτερά πέταλα και εμφανίζονται σε κορύμβους κατά τον Μάιο με αρχές Ιουνίου. Ο καρπός του, που εμφανίζεται τον Ιούνιο ή Ιούλιο, είναι σφαιρική, μαύρη και πικρή δρύπη, η οποία δεν είναι εδώδιμη. Η κ. φυτρώνει στα ορεινά δάση της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου, της Εύβοιας και της Κέρκυρας. Το σκληρό και εύκολο στην κατεργασία ξύλο του είναι κατάλληλο για χειρολαβές διαφόρων εργαλείων. Οι σπόροι του δίνουν με έκθλιψη λάδι, το οποίο χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία και ως φωτιστικό. Καρποί του θάμνου κρανιά· οι σπόροι του δίνουν, με έκθλιψη, φωτιστικό λάδι χρήσιμο και στη σαπωνοποιία. Η κρανιά ανθίζει την άνοιξη και οι κόκκινοι καρποί της χρησιμοποιούνται συχνά στη ζαχαροπλαστική.
* * *
και κρανεία και κρανία και κρανέα, η (Α κράνεια και κρανία, Μ κρανέα)
ονομασία, κοινή σήμερα, τού είδους φυτών Cornus mas τού γένους κόρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κράνεια θα πρέπει να προέρχεται < κράνον, μολονότι είναι παλαιότερος και καλύτερα μαρτυρημένος. Με μεταπλασμό τού κράνεια σε κρανέα, με αναβιβασμό τού τόνου και με συνίζηση προήλθε ο νεοελλ. τ. κρανιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κρανία — Κρανίᾱ , Κράνιος fem nom/voc/acc dual Κρανίᾱ , Κράνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανία — Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των κορνιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Cornus sanguineα. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο, ύψους έως 3 μ., με κοκκινωπά κλαδιά και απλά, αντίθετα, ωοειδή, ακέραια και ελλειψοειδή φύλλα, με μικρό… …   Dictionary of Greek

  • κρανιά — η το φυτό κρανιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρανιά Ελασσόνας — Sp Kranià Elasònas Ap Κρανιά Ελασσόνας/Kranea Elassonas L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κρανία — κρᾱνία , κρανίον upper part of the head neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράνια — Κράνιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρανίας — Κρανίᾱς , Κράνιος fem acc pl Κρανίᾱς , Κράνιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρανί' — Κρανίᾱͅ , Κράνιος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρανίαν — Κρανίᾱν , Κράνιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”